θεοστήρικτος

θεοστήρικτος
θεο-στήρικτος, ον,
A supported by God,

σκῆπτρα AP15.15

(Const. Rhod.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοστήρικτος — supported by God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοστήρικτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον της εικονομαχίας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. 2. Λέγεται ότι διετέλεσε ηγούμενος της μονής της Πελεκητής στην Τριγλία. Η μνήμη του τιμάται στις 28… …   Dictionary of Greek

  • θεοστήρικτον — θεοστήρικτος supported by God masc/fem acc sg θεοστήρικτος supported by God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοστηρίκτου — θεοστήρικτος supported by God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοστήρικτα — θεοστήρικτος supported by God neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοστήρικτε — θεοστήρικτος supported by God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”